Περί Θανάτου Άποψη

Δεν υπάρχει κάτι το οποίο να γεννιέται και κάποια στιγμή αυτό το κάτι να μην πεθάνει. Και αυτό δεν είναι κάτι που είναι είτε διαπραγματεύσιμο είτε μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κάποια άλλη ερμηνεία. Είναι εντελώς ξεκάθαρο.

Ό,τι γεννιέται, πεθαίνει. Ο άνθρωπος τώρα είναι μια διαφορετική ιστορία. Και αυτός ακολουθεί τον ίδιο νόμο.

Υπάρχει η στιγμή της γέννησης και η στιγμή του θανάτου. Μπορεί να μην είναι εντελώς ξεκάθαρη η στιγμή της γέννησης. Πολλοί λένε ότι είναι όταν γίνεται η σύλληψη. Άλλοι πάλι λένε ότι είναι η στιγμή που το βρέφος παίρνει την πρώτη  του αναπνοή. Υπάρχουν βέβαια κι άλλες ερμηνείες. Κάπου όμως μεταξύ της σύλληψης και της πρώτης αναπνοής είναι και η στιγμή που πραγματικά το άτομο αρχίζει και ζει.

Και κάποια στιγμή υπάρχει ο θάνατος. Που κι αυτός δεν είναι ξεκάθαρος. Γιατί από τη στιγμή που το άτομο θα σταματήσει ν’ αναπνέει μέχρι τη στιγμή που θα πάψει να υπάρχει το ίδιο του το σώμα, μεσολαβεί κάποιο διάστημα και κάπου εκεί μέσα, σ’ αυτό το διάστημα υπάρχει και η στιγμή του πραγματικού θανάτου.

Ο θάνατος όμως είναι κάτι το οποίο θα συμβεί. Σαν άνθρωπος είναι συμβιωτικός, δηλαδή αποτελείται από όργανα, τα οποία με την σειρά τους αποτελούνται από κύτταρα, που αλλάζουν κάθε κάποια χρόνια, στην ουσία δηλαδή αντικαθίστανται από άλλα και αυτά από άλλα αλλά διατηρούν εν ζωή τον άνθρωπο για ένα πολύ μεγαλύτερο διάστημα από την ίδια τους την ζωή. Ο θάνατος όμως τελικά θα έρθει οπωσδήποτε.

Και το ερώτημα είναι πολύ απλό. Υπάρχει τίποτα μετά το θάνατο;

Η απάντηση κρίνεται  από τον προσδιορισμό αυτού το οποίο πεθαίνει.

Είναι σίγουρο ότι κάτι πεθαίνει. Αυτό το κάτι που πεθαίνει, δεν διατηρείται μετά το θάνατο. Και αυτό κατά την γνώμη μου είναι το σώμα του το οποίο δεν έχει μία απλή υλική υπόσταση αλλά κουβαλάει τρεις μορφές, κουβαλάει δηλαδή μια νόηση, κουβαλάει μια αίσθηση και κουβαλάει και μια υλική μορφή. Δηλαδή το πνεύμα, την ψυχή, και την ύλη που έχει πάρει σαν πρώτες ύλες και έχει δημιουργήσει μία μορφή. Η μορφή αυτή είναι που θα σταματήσει να υπάρχει. Και ό,τι κουβαλάει αυτή η μορφή θα σβήσει και δεν θα υπάρχει πουθενά και για κανέναν. Οι πρώτες ύλες θα ξαναγυρίσουν στην αποθήκη από την οποία αρχικά παραλήφθηκαν, θα τους γίνει κάθαρση και θα διατεθούν ξανά για τη συνέχιση της ζωής.

Επομένως, ό,τι υπάρχει στο μυαλό μας, ό,τι σκεπτόμαστε, κάποια στιγμή μετά τον θάνατό μας θα πάψει να υπάρχει, θα σβήσει. Ό,τι υπάρχει στην ψυχή μας πάλι θα πάψει να υπάρχει, και αυτό θα σβήσει. Για το σώμα μας αυτό είναι γνωστό και πολύ εύκολα αποδεκτό. Θα λιώσει. Θα ξαναγίνει δυναμική ενέργεια και θα απορροφηθεί από τη γη.

Αυτή είναι η μοίρα της ατομικότητας του ανθρώπου. Ξεκινάει από τη στιγμή της γέννησης και τελειώνει τη στιγμή του θανάτου.

Και ερχόμαστε τώρα στην ουσία του θέματος. Υπάρχει ζωή μετά θάνατο μετά από όλα αυτά που είπαμε;

Θα έλεγα ναι, υπάρχει. Αυτό που συνεχίζει να υπάρχει είναι αυτό που δεν γεννήθηκε τη στιγμή που θεωρούμε ότι γεννήθηκε ο άνθρωπος αλλά που προϋπήρχε σε μια άλλη διάσταση συνείδησης και κατέβηκε σαν ανώτερη κατάσταση ύπαρξης, εγκαταστάθηκε στην ανθρώπινη ύπαρξη, τη χρησιμοποίησε για δικούς του λόγους και όταν πια έφτασε η στιγμή εκείνη όπου όλα τελειώσανε, με πολύ απλό τρόπο απελευθερώνεται και ξαναγυρνάει στο ανώτερο σημείο απ’ το οποίο ήρθε, στο ανώτερο επίπεδο συνείδησης.

 Αυτό, το κάτι άλλο, ζει την ατομικότητα του ανθρώπου με το δικό του τρόπο και έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί την πορεία της ατομικότητας από τη γέννηση στο θάνατο για να μπορέσει να κερδίσει το δικό του μάθημα.

Ο άνθρωπος, λοιπόν είναι δισυπόστατος, έχει μία υπόσταση στο επίπεδο της ατομικότητας και μια δεύτερη υπόσταση στο επίπεδο της προσωπικότητας, δηλαδή σ’ αυτό το ανώτερο εγώ το οποίο βρίσκεται μέσα του.

Αυτό το οποίο ζητάει η πράξη της δημιουργίας να γίνει είναι το να μπορέσει κατά τη διάρκεια της πορείας της ζωής να περάσει το κέντρο βάρους της ύπαρξής του από την ατομικότητα σε αυτό το παραπάνω επίπεδο, ώστε όταν θα φτάσει στο σημείο του θανάτου της υλικής του μορφής, να μπορέσει με αυτό το πέρασμα να κουβαλήσει τη γνώση της ατομικότητας της ζωής και όχι το σύνολο της γνώσης, αλλά απλά το απαύγασμα της γνώσης.

Αυτό ακριβώς είναι το εισιτήριο που θα δώσει τη δυνατότητα σ’ αυτόν το σπινθήρα να διεκδικήσει κάτι περισσότερο στο παραπάνω επίπεδο από το οποίο έχει σαν ακτίνα κατέβει. Όταν θα γυρίσει εκεί, δεν θα είναι κάτι το οποίο θα έχει κουβαλήσει την ατομικότητα. Αυτήν την είχε οικειοποιηθεί σαν τρόπο λειτουργίας όταν βρισκόταν μέσα της και ζούσε το εδώ και τώρα. Εκεί αυτό δεν θα το έχει, θα έχει όμως μία ανάμνηση ή μία γνώση καλύτερα της έννοιας της ατομικότητας που είναι και το μεγάλο διακύβευμα της ζωής που ζούμε, μόνο και μόνο για να μπορέσουμε αυτή την πληροφορία της χωριστικότητας να την μεταφέρουμε σαν γνώση στο παραπάνω επίπεδο. Αυτό το επίπεδο το χαρακτηρίζει η συλλογικότητα και η μονάδα.

Ο θάνατος είναι η στιγμή που η διαδικασία αυτή τελειώνει, και η διάρκεια του θανάτου είναι ο λιγοστός χρόνος που μας δίνεται ώστε να γίνει αυτή η μεταφορά αυτής της πληροφορίας από την ατομικότητα σ’ αυτό το ιδιαίτερο εγώ στο παραπάνω επίπεδο.

Αυτό είναι που ο μυητικός χώρος με τα στοιχεία που έχει, προσπαθεί να το προσφέρει σαν γνώση στον άνθρωπο και να τον προετοιμάσει ώστε να μην έχει πρόβλημα εκείνη τη στιγμή για να γίνει αυτή η απλή μετάβαση, ή μάλλον καλύτερα, αυτή η μετάβαση να ολοκληρωθεί αφενός μεν σωστά και αφετέρου να είναι γνωστή από καιρό πριν.

Κάποιος τώρα που δεν πιστεύει καθόλου και σε τίποτα, θα ζήσει ούτως ή άλλως αυτή την κατάσταση και θα πρέπει μέσα σε αυτό το μικρό διάστημα που του διατίθεται από τη στιγμή που θα κλείσει τα μάτια του μέχρι που θα τελειώσει η διαδικασία, που δεν ξέρω πόσο είναι, θα πρέπει σ’ αυτό το διάστημα να ολοκληρώσει αυτήν την πράξη που γι’ αυτόν θα είναι εντελώς καινούργια.

Βέβαια, για να μπορέσει να την εκτελέσει θα πρέπει να έχει κερδίσει εκείνες τις πληροφορίες που θα του δώσουν αυτή τη δυνατότητα. Εάν δεν έχει αυτές τις πληροφορίες, ό,τι και να κάνει δεν θα μπορέσει να ολοκληρώσει αυτή την κίνηση, αυτή την πράξη, αυτή την μεταβίβαση, και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ζούσε μια δισυπόστατη κατάσταση -ασχέτως αν το κέντρο βάρους της ύπαρξής του δεν είχε καταφέρει να το περάσει σε αυτό το παραπάνω επίπεδο και μονίμως λειτουργούσε στο κατώτερο επίπεδο της ατομικότητας-, αυτή τη στιγμή, τη στιγμή του θανάτου θα σβήσει και απ’ τα δύο επίπεδα και θα πάψει το δισυπόστατο να υπάρχει για το συγκεκριμένο άτομο και στο ένα και στο άλλο επίπεδο.

Αν όμως έχει ζήσει τη ζωή του σωστά, κι αυτό είναι μία κουβέντα που λέγεται εύκολα αλλά δύσκολα μπορεί να γίνει, τότε η στιγμή αυτή του διαχωρισμού που σβήνει η ατομικότητα σαν υπόσταση, οι πληροφορίες αυτού του επίπεδου της ατομικότητας θα εμπλουτίσουν τη δεύτερη υπόσταση, αυτή που ποτέ δεν γεννήθηκε αλλά που σαν ακτίνα προβλήθηκε και που πλέον ήρθε η στιγμή να απορροφηθεί από την αρχή της και να κουβαλήσει την πληροφορία σε άλλα επίπεδα συνείδησης. Και αυτό είναι ο πραγματικός θάνατος.

Πολλές φορές αυτό το λέμε και δεύτερο θάνατο και εγώ δεν ξέρω και πως αλλοιώς. Αυτός είναι ο τρόπος πάντως με τον οποίο ολοκληρώνεται η ζωή και μέσω της διαδικασίας του θανάτου είτε το άτομο περνάει στην άλλη υπόσταση είτε σβήνει εντελώς και διαγράφεται σαν πληροφορία ζωής από παντού. Ό,τι μένει είναι στη μνήμη των ανθρώπων, κάτι που δεν σημαίνει τίποτα μια που η μνήμη σβήνει κι αυτή με τα χρόνια, και δεν κερδίζει κανένας τίποτα με το να καταγραφεί στην ιστορία για τον α ή β λόγο. Ο ίδιος σαν ύπαρξη θα πάψει να υπάρχει ή θα υπάρχει σαν πληροφορία ζωής μόνο κάπου αλλού.

Καμία όμως σχέση δεν θα έχει με τις πληροφορίες της ζωής που αφήνει πίσω του. Αυτές το μόνο που θα κάνουν στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι να απορροφηθούν απ’ την ανθρωπότητα και ίσως να μπορέσουν να βοηθήσουν άλλες μονάδες της ανθρωπότητας στο δικό τους ταξίδι στην ύπαρξη.

Αυτός είναι ο τρόπος.