Είσαι σοβαρός; Πάλι για όνειρα θα μας μιλήσεις; Όπως έγραψε μια φίλη μου θα μπορούσα να πω “το κουβαδάκι σου και σε άλλη παραλία”, αλλά τι να κάνουμε; Όλοι μας μ’ ένα κουβαδάκι είμαστε κι από παραλία σε παραλία πηγαίνουμε, άσε που κοντά στα άλλα έχουμε -ή να πω καλύτερα έχω- βαρεθεί τα κουτιά με το ωραίο περιτύλιγμα. Τα ανοίγεις και μέσα είναι άδεια. Και τα φέιγ-βολάν; Πού τα πας τα φέιγ-βολάν; Όλο τσιτάτα είναι που έχω φτάσει να θεωρώ ότι πρόκειται για τρολιές. Αυτό είπε αυτός, αυτό είπε εκείνος, και άντε να βρεις τι στην πραγματικότητα είπε στ’ αλήθεια. Επανέρχομαι λοιπόν στο όνειρό μου κι όποιος θέλει ας το πιστέψει.
Ήμουνα σε μια εκδήλωση που βραβευόταν ένας άνθρωπος που είχε πάθει κάποιο καρδιακό και όλη του η δεξιά πλευρά τον ταλαιπωρούσε. Σηκώθηκε λοιπόν να πάρει το βραβείο του χαμογελώντας εγκάρδια. Και τότε εγώ σηκώνομαι και λέω: “Ο επιστημονικός κύκλος που τον παρακολουθεί είναι έτοιμος να λύσει το πρόβλημα. Χρειαζόμαστε μόνο τρία άτομα που να πιστεύουν στο θεό. Όποιος θέλει να λάβει μέρος, ας μου το πει”.
Και κάπως σαν να ξημέρωσε και εμφανίστηκε τρέχοντας ένας πιτσιρικάς και μου λέει: “Έλα, σε θέλουν”.
Τον ακολούθησα τρέχοντας και με πήγε σε μια κατηφόρα με γκαζόν και σε μια συστάδα με πράσινο σταμάτησε. Και εκεί που κάθομαι ανάμεσα στα χόρτα -δεν ήταν τρίφυλλο- να σου και τρεις τύποι να κάθονται δίπλα μου. Ο πρώτος ήταν γελαστός, ο δεύτερος ήταν τυφλός ενώ ο τρίτος κάθισε πιο μακριά. Κι αρχίσαμε να μιλάμε, με μένα να θέλω να τους περιγράψω πως τον φαντάζομαι τον θεό για να δούμε αν συμφωνούμε.
Πέρασε λίγη ώρα και ξύπνησα. Κοιτάω το ρολόι, τέσσερεις τα χαράματα. “Κοιμήσου γιατί αύριο θα σέρνεσαι” λέω στον εαυτό μου αλλά που να με πάρει ο ύπνος. Αρχίζω να σκέφτομαι το όνειρο αλλά μαζί μ’ αυτό αρχίζει και η σάλτσα που τόσο εύκολα προσθέτουμε στα όνειρα που βλέπουμε μια που προσπαθούμε να εκλογικέψουμε τις εικόνες του. Το όνειρο μ’ αυτόν τον τρόπο μάλλον μάκρυνε παρά ξεκαθάρισε. Μετά από λίγο ξανακοιμήθηκα.
Το πρωί πήρα να το καταγράψω, αλλά μα το θεό όνειρο και σάλτσες έγιναν ένα. Τα λίγα που θυμάμαι σας τα καταγράφω με κάθε επιφύλαξη.
Εμένα ο θεός μου είναι πολύ ψηλά και πολύ δεξιά και πολύ αριστερά και πολύ κάτω. Έτσι δεν τον νοιάζει καθόλου ο χώρος γιατί βρίσκεται όπου θέλει. Αλλά βρίσκεται και στο πριν και στο τώρα και στο μετά και γι’ αυτό δεν τον νοιάζει ούτε ο χρόνος. Δεκάρα τσακιστή δεν δίνει για τίποτα. Ρώτησα -κάποιον που προφανώς απαντούσε για την πάρτη του- αν θα αισθανθεί τίποτα όταν μετά από χρόνια ο γαλαξίας της Ανδρομέδας τα κάνει που%$να με τον δικό μας γαλαξία. Η απάντηση ήταν πως μάλλον τίποτα αλλά στην χειρότερη περίπτωση θα ρευόταν και όλα θα ηρεμούσαν.
Εμένα ο θεός μου δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα και όταν τον ρώτησα αν έχει κανέναν γιο έβαλε τα γέλια και μου είπε: Πώς να τον κάνω αλλά και τί να τον κάνω; Όταν τον ρώτησα για άλλους στο σόι του, δεν μου απάντησε καν.
Εμένα ο θεός μου δεν ενδιαφέρεται ούτε για την αγάπη, ούτε για το μίσος. Δεν τον νοιάζει η αλήθεια, το ψέμα, η δικαιοσύνη, η αδικία. Δεν τον νοιάζει ο πόλεμος ή η ειρήνη, δεν τον νοιάζει τίποτα. Και όταν κατάφερα να τον ρωτήσω πως γίνεται κάτι τέτοιο να είναι πραγματικό μου απάντησε: Μα είμαι ο θεός!
Έμεινα για λίγο σιωπηλός και σκεφτόμουνα αυτά που είχα ακούσει. Κατά παράξενο τρόπο το μόνο από αυτά που είχα ακούσει που με είχε κάπως ενοχλήσει ήταν αυτό που μου είπε για τον γιό του. Τον ξαναρώτησα.
“Αν θέλεις οπωσδήποτε να έχω έναν γιο, εντάξει. Δεν έχω αντίρρηση αλλά μην μου βάλεις μετά άσπρα γένια ή μην μου κρεμάσεις κανένα παράξενο όργανο γιατί αυτό αποκλείεται να το αποδεχθώ. Γιός έτσι, χωρίς παρελκόμενα. Ευχαριστημένος; Όμως να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί δεν σου αρκούν αυτά που είπε και έκανε ο συγκεκριμένος; Θεωρείς ότι μια τέτοια σχέση τον αναβαθμίζει;”
Τί να πεις τώρα στον θεό. Πάντως σας ομολογώ ότι με έβαλε σε σκέψεις και αποφάσισα να το πάω αλλού το θέμα.
“Και εμείς; Τι κάνουμε εδώ κάτω;”
“Εσείς; Ποιοι εσείς;”
“Εμείς οι άνθρωποι!”
“Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, και όταν λες κάτω τί εννοείς;”
“Κάτω, τοπικός προσδιορισμός”.
“Δεν υπάρχει ούτε κάτω ούτε επάνω, οπότε αν θέλεις κάνε αλλιώς την ερώτηση”.
“Τους ανθρώπους τους ξέρεις;”
“Θα έπρεπε;”
“Μα εσύ δεν μας έφτιαξες;”
“Εγώ; Εγώ δεν έφτιαξα τίποτα. Γιατί να σας φτιάξω; Ποιόν σκοπό εξυπηρετείτε;”
Τώρα μάλιστα! σκέφτηκα. Άρχισε τα δύσκολα. Όμως αποφάσισα να μην αφήσω έτσι εύκολα την συζήτηση και να την συνεχίσω σε μια ύστατη προσπάθεια κάτι να βγάλω από αυτήν. “Μα βρίσκομαι εδώ απέναντί σου και σου μιλάω! Άρα δεν υπάρχω;”
“Τι να σου πω τώρα! Κάπως μπερδεμένα τα έχεις στο μυαλό σου. Το ότι πιστεύεις ότι βρίσκεσαι απέναντί μου, δεν βλέπεις ότι είναι παρανοϊκό; Αφού εσύ με λες ο Πανταχού Παρών και τα πάντα Πληρών, πώς διάτανο να βρίσκομαι απέναντί σου; Και μου μιλάς; Εννοείς ότι επικοινωνείς μαζί μου; Αυτό κι αν είναι απ’ τ’ άγραφα!”
“Μα δεν υπάρχω;”
“Πού θέλεις να ξέρω; Υπάρχεις;”
“Βρε θεέ μου, θα με τρελάνεις;”
“Εγώ θα σε τρελάνω ή εσύ εμένα; Τελικά υπάρχεις;”
“Δηλαδή θες να πεις ότι ο Κρητικός είχε δίκιο όταν έλεγε πως και το ένα αυτό δεν υπάρχει;”
“Για τον Καζαντζάκη μιλάς;”
“Τον ξέρεις;”
“Όλους τους ξέρω αλλά αυτό δεν αλλάζει την έννοια της ύπαρξης”.
“Μπλέχτηκα και καλύτερα να σταματήσω. Καμιά τελευταία συμβουλή; Στο κάτω κάτω μέσα σ’ ένα όνειρο συνομιλούμε”.
“Μπα, αλλά αν θέλεις κάπου να καταλήξεις σκέψου πως Εγώ είμαι εδώ, όπως και να το καταλαβαίνεις, και εσύ είμαι Εγώ, εκεί που λες ότι βρίσκεσαι, πάλι όπως και να το καταλαβαίνεις. Όλα τα άλλα, αγάπη, μίσος, καλό, κακό, αλήθεια, ψέμα, χαρακτηρίζουν την δική σου αντίληψη προφανώς για κάποιο λόγο. Ψάξε αυτό καλύτερα. Καλό ξημέρωμα”.