Το είδα την Μεγάλη Εβδομάδα αλλά μια απ’ τις φίλες μου των κοινωνικών δικτύων τα είχε βάλει με τους άθεους που αυτές τις ημέρες το μόνο που κάνουν είναι να προκαλούν τους καλούς χριστιανούς και ζητούσε να την αφήσουν ν’ απολαύσει με τον τρόπο της τις άγιες αυτές ημέρες.
Απόλυτα σωστό το αίτημά της. Αν κι εγώ τα έχω με τους άθεους όλες τις ημέρες του χρόνου και όχι για τους λόγους που φαντάζεστε. Αυτό όμως το κρατάω γι’ άλλη φορά.
Το όνειρο που είδα ήταν το παρακάτω: Ένα τσούρμο άγγελοι είχαν αναλάβει τον ρόλο του ταχυδρομικού διανομέα. Μια ωραία πρωία –καλό μου ακούγεται-, ένας απ’ αυτούς χτύπησε την πόρτα ενός παχυλού κυρίου που την ώρα εκείνη έπινε το γάλα του με την κυρία του και έτρωγε φρέσκα κρουασάν σοκολάτας. Όταν ο καλός κύριος του άνοιξε την πόρτα, ο άγγελος του έδωσε μια πρόσκληση.
«Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο κύριος.
«Είναι μια πρόσκληση για ένα συνέδριο» του απάντησε ο άγγελος.
«Θα είμαι ομιλητής;» ρώτησε πάλι ο κύριος μην δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στα φτερά του αγγέλου –όνειρο είναι ότι θέλω λέω.
«Οι λεπτομέρειες είναι γραμμένες στην πρόσκληση», του απάντησε ευγενικά ο άγγελος. «Εγώ είμαι απλά ο αγγελιαφόρος».
Ο κύριος έκλεισε την πόρτα και ξαναγύρισε στο πρωινό του πρόγευμα.
Την ίδια πρόσκληση πήραν και πολλοί άλλοι που κατά περίεργο τρόπο επιτελούσαν το ίδιο λειτούργημα, ήταν Θεολόγοι και μιλούσαν από του άμβωνος στις εκκλησίες του δόγματός τους. Όλοι μαζί εκπροσωπούσαν τις εξής θρησκευτικές ομάδες: Ορθοδοξία, Καθολικισμό, Προτεσταντισμό, Διαμαρτυρόμενους, Καλβινιστές, Αγγλικανούς, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Λουθηρανιστές και τόσους άλλους. Σύνολο κατά την Βικιπαιδεία, 41 εκπρόσωποι. Στο ξενοδοχείο όμως που θα μαζευόντουσαν υπήρχαν πολλά δωμάτια και όλα είχαν πολύ καλή θέα οπότε δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
Θα μου πείτε τώρα: Τί στο διάολο όνειρο είναι αυτό; Μέρες που είναι, τέτοια όνειρα βλέπω. Εσείς;
Βρέθηκα λοιπόν κι εγώ στο ξενοδοχείο για να παρακολουθήσω τις εργασίες του συνεδρίου που πια το θέμα του είχε διαρρεύσει. Αφορούσε την εύρεση του σωστού δόγματος. Οι διαφωνίες τους είχαν αρχίσει με το καλημέρα. Στεκόμουν και τους άκουγα να μιλάνε και να διαφωνούν όσο έμπαιναν στην μεγάλη αίθουσα.
«Όχι, μόνο ο θεός μιλάει με το Άγιο Πνεύμα», έλεγε ο ένας.
«Τί λες τώρα; Μπορεί κι ο Χριστός», έλεγε ο άλλος.
«Γιατί δεν μπορώ να έχω μουσικά όργανα στην εκκλησία μου;» ρωτούσε ο τρίτος.
Και τότε έφαγα “πόρτα”.
«Πρόσκληση έχετε;» με ρώτησε ο μπράβος στην πόρτα.
«Χρειάζεται πρόσκληση;» ρώτησα με απορία.
Δεν μου απάντησε. Μου έδειξε απλά την εξώπορτα.
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς και βγήκα στον κήπο. Σκέφτηκα πως μπορεί να εύρισκα κανέναν από το υπηρετικό προσωπικό που να ήξερε κάτι παραπάνω. Και εκεί, σε μια γωνιά, να περιποιείται τον κήπο, ήταν ένας γέρος παππάς.
Κάτι θα ξέρει αυτός, σκέφτηκα και αφού τον πλησίασα, τον ρώτησα για το συνέδριο.
«Προσυνέδριο είναι», μου απάντησε ακουμπώντας στην τσάπα με την οποία σκάλιζε τον κήπο.
«Δηλαδή;» ρώτησα με απορία.
«Κάνουν ένα ίδιο και οι Μωαμεθανοί, ένα οι Βουδιστές, αν δεν κάνω λάθος ένα κάποιοι άλλοι ανατολικοί και ένα κάνουν οι άθεοι».
«Οι άθεοι;» ξαναρώτησα με ακόμα μεγαλύτερη απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. «Τί σχέση έχουν αυτοί με τον θεό;»
«Όσα λένε στηρίζονται πάνω του. Οι μεν λένε ο θεός ετούτο, ο θεός εκείνο, αυτοί λένε ο μη-θεός τούτο, ο μη-θεός εκείνο. Πάλι την έννοια του θεού επικαλούνται».
Τον κοίταξα παραξενεμένος.
«Τί με κοιτάς έτσι;» με ρώτησε.
«Εσύ παππού, τί πιστεύεις;»
Με κοίταξε κι αγρίεψε. Και με ψυχική δύναμη αλλά και πνευματικό ΘΡΑΣΣΟΣ, γύρισε και μου είπε: «Εγώ έτσι τα έμαθα, έτσι τα λέω. Εμένα μου δώσανε το περιβόλι να σκαλίζω κι αυτό κάνω. Δεν είναι δουλειά μου να ψάχνω τις λέξεις. Άσε που δεν έχω χρόνο. Εσύ άμα θέλεις, ψάξε!»
Έκανα να φύγω αλλά θυμήθηκα αυτό που μου είπε και ξαναρώτησα: «Προσυνέδριο είπες;»
«Ναι. Το συνέδριο θα γίνει αφού βγουν συμπεράσματα. Οι εκπρόσωποι κάθε ιδέας θα μαζευτούν και θα λογοδοτήσουν στους πέντε. Εκεί θα βγει το τελικό πόρισμα».
«Και ποιοί είναι οι πέντε;»
«Θα σου πω αλλά μην το γράψεις γιατί για δημοσιογράφος μου κάνεις. Αυτοί πάλι έχουν την δική τους μάζωξη», μου είπε κι έβαλε τα γέλια.
Τον κοίταξα με απορία.
«Λοιπόν, είναι ο Χριστός, ο Βούδας, ο Μωάμεθ, νομίζω τους πολλούς θα εκπροσωπήσει ο Κομφούκιος και τελευταίος ο Μαρξ».
«Αυτοί πάλι πως δένουν;»
«Ξέρω εγώ; Σάματι έγινε ποτέ το συνέδριο; Μονίμως στο προσυνέδριο κολλάνε όλοι. Συνέδριο ακόμα δεν είδαμε!»
Έβαλα τα γέλια.
«Γιατί γελάς;» με ρώτησε αυτήν την φορά με απορία.
«Νόμιζα ότι τουλάχιστον κάποιοι θα ήξεραν», του απάντησα.
«Έχεις πολύ δρόμο ακόμα», μου είπε με απογοήτευση. «Η μόνη αλήθεια είναι πως κανένας δεν ξέρει. Αν αυτό το ασπαζόντουσαν οι άνθρωποι, ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος».
«Μα μέρες που είναι;»
«Τί έχουν οι μέρες; Ο Χριστός όταν τον πήγαν για να τον σταυρώσουν, δεν κατέβασε από τους ώμους του το αρνάκι που κρατούσε για να το κάνουν στην σούβλα οι οπαδοί του. Αν τους έβλεπε θα τους έπιανε με το ραμπαδόξυλο. Από την μια κλάματα κι οδυρμοί στις εκκλησίες, και απ’ την άλλη βογκάνε τα κάρβουνα. Η εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή και το κοκορέτσι της χριστιανοσύνης. Πάνε μαζί αυτά τα πράγματα;»
Ομολογώ πως τα χρειάστηκα. Κάθισα σε μια πέτρα κι έβγαλα από την τσέπη μου την καπνοσακούλα για να στρίψω ένα τσιγάρο.
«Σε πειράζει;» τον ρώτησα.
«Και βέβαια με πειράζει», μου απάντησε. «Δώσε μου κι εμένα να κάνω ένα στριφτό γιατί η παππαδιά μου βάζει τις φωνές και δεν το ευχαριστιέμαι».
Πήρε την καπνοσακούλα και με τα ροζιασμένα χέρια του έστριψε ένα τσιγάρο.
«Θα σου πω κάτι μόνο και μόνο γιατί όλο αυτό είναι ένα όνειρο και ξέρω πως τα όνειρα κανένας δεν τα παίρνει στα σοβαρά. Άσε που δεν θα βρω και κανέναν μπελά που μαρτυράω αυτό που εγώ έχω καταλάβει.
«Η γέννηση δεν θ’ άξιζε τίποτα αν δεν την ακολουθούσε η βάφτιση. Το ίδιο κι αυτή. Αν δεν ερχόταν ο μυστικός δείπνος, η βάφτιση θα ήταν έναν αστείο. Κι όλα αυτά πάλι δεν θα είχαν καμιά αξία αν δεν ακολουθούσε η σταύρωση κι αυτήν η ανάσταση. Φαντάσου μια ανάσταση μονάχη της!»
«Μπορώ αυτό που μου είπες να το γράψω;»
«Βιάζεσαι. Δεν τελείωσα!» μου είπε με ένα τόνο απογοήτευσης.
«Στην ανάσταση δεν τελειώνουν όλα;» τον ρώτησα με ακόμα μεγαλύτερη απορία.
«Όχι βέβαια, το τελευταίο βήμα έρχεται μετά και πρέπει να ξέρεις ότι όλα τα βήματα χρειάζονται για να πας παρακάτω. Αυτό λέει ο γιαραμπής».
«Ποιός είναι πάλι αυτός;» ξαναρώτησα.
«Αυτός είναι ο θεός μαζί με τον μη-θεό».
Χαμογέλασα και συνέχισα τις ερωτήσεις μου.
«Και το τελευταίο βήμα;»
«Το τελευταίο βήμα των μυστηρίων γιέ μου, είναι αυτό της Ανάληψης. Τότε δικαιούσαι να πάρεις ανάσα. Κατάλαβες;»
Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε!