Περί Διαλογισμού ο λόγος!

Διαλογισμός ή καλύτερα περί διαλογισμού και όχι μόνο είναι ο λόγος αυτήν την φορά. Και για να μην παρεξηγηθώ από την πρώτη στιγμή: Δεν είμαι κατά του διαλογισμού. Αλλά άλλο διαλογισμός και άλλο παίρνω έναν υπνάκο και θεωρώ ότι διαλογίζομαι.

Θα μου πείτε πως αυτό δεν συμβαίνει σ’ εσάς αλλά στους άλλους. Γι’ αυτούς τους άλλους μιλάω. Τολμώ να μιλήσω για σας; Εσείς όλα τα κάνετε σωστά.

Ας τα πάρουμε όλα από την αρχή.

Αρχικά απομονώνεστε σε κάποιον χώρο. Καθόσαστε σε μια καρέκλα ή καλύτερα σε εκείνην την δύσκολη στάση που παίρνουν οι Ινδοί γιόγκι (και όχι όλοι τους), κλείνετε τα μάτια και προσηλωνόσαστε στην φωνή του εκλεκτού σας που από το ηχείο του τηλεφώνου σας, σας κατευθύνει στην διαλογιστική σας άσκηση. Η φωνή του ή φωνή της, επιβλητική και σταθερή σας λέει ν’ αναπνεύσετε βαθιά, μετά να εκπνεύσετε και όταν θεωρήσει ότι το καταλάβατε, σταματάει και αρχίζει την βόλτα στα μονοπάτια του εσώτερου εαυτού ή σε αυτά του ανώτερου εαυτού, ανάλογα με το επίπεδο που έχετε φτάσει. Η ώρα περνάει και μερικά λεπτά αργότερα, πάλι η φωνή του/της σας φέρνει στο εδώ και τώρα και σας αποχαιρετάει αφού σας ευχηθεί καλό υπόλοιπο στην μέρα σας. Αρκετοί βέβαια όλο το παραπάνω το κάνετε μόνοι σας. Και καλά κάνετε αφού το αποτέλεσμα είναι ότι νοιώθετε καλύτερα.

Σας διαβεβαιώ ότι οποιοσδήποτε πάρει έναν υπνάκο για ένα τεταρτάκι, ή αφεθεί στους ήχους κάποιας μονότονης μουσικής, αν δεν πιαστεί από τον τρόπο που κάθεται, θα νοιώσει καλύτερα.

Αυτό που περιέγραψα καλοί μου φίλοι δεν είναι διαλογισμός. Είναι ότι άλλο θέλετε αλλά όχι διαλογισμός.

Όλα ξεκινάνε από το τι θέλουμε να πετύχουμε με αυτήν μας την πράξη. Αν θέλουμε να χαλαρώσουμε, το πετύχαμε και κανένας δεν δικαιούται να πει το αντίθετο. 

Ο στόχος όμως του διαλογισμού είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη άλλος. Διαλογιζόμαστε για να κατανοήσουμε το αδιανόητο. Όλα τα υπόλοιπα τα σκεφτόμαστε, τα αναλύουμε, γενικά τ’ αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και δεν τα προσεγγίζουμε μέσα από τον διαλογισμό.

Ας δούμε με πολύ απλό τρόπο, εξάλλου δεν είμαι σε θέση να σας τα περιγράψω καλύτερα μια και δεν είμαι ειδικός, την λειτουργία του εγκεφάλου μας. Αυτό που λέμε μυαλό είναι στην ουσία ένα πλέγμα από νευρώνες που φιλοξενούν τις συνάψεις του εγκεφάλου.

Αντιγράφω: Όταν είμαστε νέοι, ο εγκέφαλος μας είναι σαν ένας ανεξερεύνητος χάρτης, έτοιμος να δημιουργήσει νέους δρόμους και συνάψεις μεταξύ των νευρώνων. Καθώς αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο γύρω μας, ο εγκέφαλος μας ανταποκρίνεται προσαρμόζοντας τη δομή του και ενισχύοντας τις συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων. Αυτή η ικανότητα είναι υπεύθυνη για την απόκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων. Μια από τις κύριες διαδικασίες που συμβαίνουν κατά τη διάρκειά της είναι η συναπτική αλλαγή. Οι συνάψεις μεταξύ των νευρώνων ενισχύονται ή αποδυναμώνονται ανάλογα με τη συχνότητα και την ένταση της χρήσης τους. Αυτό σημαίνει ότι οι συνδέσεις που χρησιμοποιούνται συχνά ενισχύονται, ενώ αυτές που παραμένουν ανενεργές αποδυναμώνονται. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στον εγκέφαλο να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και να αποκτήσει νέες ικανότητες. 

Ο εγκέφαλός μας δηλαδή είναι ένα σύνολο από συνάψεις που δονούνται από εξωτερικούς ερεθισμούς, ανταποδίδοντας τις περισσότερες φορές την καταλληλότερη αντίδραση στην εισερχόμενη πληροφορία.

Πρέπει όμως να υπάρχει η κατάλληλη σύναψη ώστε να λειτουργήσει αυτή η αμφίδρομη σχέση. Αν για παράδειγμα δεν έχετε ποτέ ακούσει κάποιον κρότο από χειροβομβίδα που σκάει, είναι πολύ πιθανό να θεωρήσετε είτε ότι έγινε κάποια σύγκρουση αυτοκινήτων ή κάτι το πιο κοντινό στις αποθηκευμένες συνάψεις σας.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό με την γνώση μιας ξένης γλώσσας και την αντιστοιχία λέξεων. Αν το μόνο που ξέρετε είναι δυο λέξεις, καλό-κακό, αν δηλαδή υπάρχουν μόνο δυο συνάψεις γι’ αυτήν την γλώσσα, όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα θα δονήσουν την μια από τις δυο ανεξάρτητα βέβαια του ότι σε εσάς θα διεγείρουν και την κοντινότερη σύναψη. Φτωχό το παράδειγμα αλλά το έθεσα για να καταλάβουμε τις βασικές αρχές που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας.

Πως λοιπόν περιμένουμε μέσα από μια διαλογιστική τακτική να κατανοήσουμε υπερβατικά θέματα; Απλά δεν μπορούμε γιατί δεν υπάρχει στον εγκέφαλο μας η σχεσιακή βάση των δεδομένων. Όταν λοιπόν ακούμε έναν δάσκαλο να μας λέει διάφορα, δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο από να τα συνδέουμε με προσωπικές εμπειρίες και τις περισσότερες φορές η μονότονη φωνή του να μας οδηγεί στα μονοπάτια του Μορφέα.

Το ερώτημα είναι απλό: Τι πρέπει να κάνουμε; Η απάντηση είναι απόλυτα λογική. Πρέπει να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνάψεις.

Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Πως δημιουργούνται συνάψεις; Με την αλληλοεπίδραση με τον περιβάλλοντα χώρο, μας λένε οι ειδικοί. Κι εγώ ο αφελής με την σειρά μου θα ρωτήσω: Και όταν πρόκειται για τον υπερβατικό χώρο τι κάνουμε;

Η σωστή απάντηση κρύβεται σε μια λέξη. Σιωπή. Κοινώς βγάζουμε τον σκασμό. Απομονωνόμαστε από την φασαρία του περιβάλλοντος χώρου, φροντίζουμε να μην μας αποσπά τίποτα την προσοχή -ρούχα, τρόπος που καθόμαστε, κλπ- και ΣΙΩΠΟΥΜΕ. Αδειάζουμε δηλαδή το μυαλό μας από τα πάντα. Καμμία σύναψη δεν αφήνουμε να λειτουργεί. Δεν οραματιζόμαστε φωτάκια και αγγελούδια, δεν οραματιζόμαστε θεούς και διαβόλους, τίποτα. Προσπαθούμε να πετύχουμε την απόλυτη σιωπή.

Δεν είναι εύκολο. Θέλει πολλές προσπάθειες αλλά κάποια στιγμή θα το καταφέρουμε. Και εκεί στην σιγή του νου, στην απουσία των συναισθημάτων, των αισθημάτων και των ερεθισμάτων θα γίνει το πιο απλό πράγμα. Οι υπερβατικές πληροφορίες της δημιουργίας θα ξεκινήσουν να μορφοποιούν τις δικές τους συνάψεις στον εγκέφαλό μας. Δηλαδή θα δημιουργήσουν κάποιες συνάψεις που θα μπορούν να δονούνται από υπερβατικές πληροφορίες. 

Μόλις η διαδικασία αυτή προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό, θα ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι της κατανόησης. Που όμως χρειάζεται κάτι ακόμα. Χρειάζεται πολλές άλλες συνάψεις που να είναι ικανές να συνδέουν με αυτές, τις δονήσεις που πλέον κατανοούν οι “υπερβατικές συνάψεις”.

Το τμήμα δηλαδή του εγκεφάλου μας που δονείται από υπέρβαση, χρειάζεται να επικοινωνήσει με αυτό που στον πραγματικό κόσμο βρίσκεται πιο κοντά. Καταλαβαίνεται λοιπόν πως χρειάζονται γνώσεις. Όταν δεν υπάρχει αντίκρισμα στον χώρο του επιστητού, πως περιμένουμε να κατανοήσουμε τις μεγάλες ιδέες;

Μελετάμε, σκεπτόμαστε, δημιουργούμε συνάψεις. Σιωπούμε, δημιουργούμε νέες συνάψεις, και όταν καταφέρουμε να συντονίσουμε αυτές τις δυο λειτουργίες, τότε και μόνο τότε οι αλήθειες της αρχής μπορούν να μας αποκαλυφθούν.

Σε όλους μας γίνεται αυτό, απλά χωρίς αποτέλεσμα στους μη κατάλληλα προετοιμασμένους, γιατί όλο και κάποια στιγμή πετυχαίνουμε την σιωπή έστω και ασυνείδητα. 

Υπάρχουν κάποιοι που αυτό το έχουν πετύχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Γνωρίζουν τις αλήθειες. Είναι αυτοί που αναγνωρίζονται σαν Διδάσκαλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς προσπαθούν να διεγείρουν τα δικά μας μυαλά. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές διεγείρουν άλλα κέντρα. Συνήθως αυτό της καρδιάς. Έτσι όμως δημιουργούνται ζηλωτές της αλήθειας και όχι ελεύθεροι άνθρωποι.

Ο διαλογισμός, και αναφέρομαι στον σωστό διαλογισμό, είναι αυτή ακριβώς η πράξη. Η αρχική δημιουργία των υπερβατικών συνάψεων, η αποθήκευση δηλαδή στον εγκέφαλο μας των πληροφοριών της δημιουργίας, και μέσω αυτών, η δόνηση των συνάψεων που μας καθιστούν ανθρώπους. Και άνθρωπος είναι το πλάσμα εκείνο που γνωρίζει τον δισυπόστατο σκοπό της ύπαρξης του. 

Και αυτός είναι ο τρόπος.