Η αυτογνωσία, της αυτογνωσίας, την αυτογνωσία, ω αυτογνωσία. Οι αυτογνωσίες… Όχι από αυτές δεν έχει καθόλου. Η λέξη αυτή είναι η πιο διαδεδομένη λέξη στους κύκλους των λεγόμενων μεταφυσικών αλλά και αυτών των κοινωνικο-ψυχολογικών ομάδων που σώνει και καλά στις μέρες μας θέλουν να μας βοηθήσουν ώστε να γίνουμε ολοκληρωμένοι άνθρωποι. Έχουν άδικο; Όχι βέβαια. Αλλά δεν έχουν ούτε και δίκιο. Στις μέρες μας η ανάγκη για αυτογνωσία έχει περάσει από το στάδιο της αποκάλυψης σε αυτό του κοινώς αποδεκτού. Πλέον ο κάθε ένας από μας μπορεί να πει και κάτι.
Και βέβαια δεν εννοώ να πάρουμε φόρα και να μιλάμε για το γνώθι σαυτόν. Καλά τα φαρδομάνικα αλλά τα φοράνε οι δεσποτάδες. Άστε που ο κάθε πικραμένος που θέλει κάτι να πει που να ξεπερνάει τα εσκαμμένα, θα αναλύσει σε βαθμό υπερθετικό την αρχαία αυτή προτροπή.
Όμως δεν είναι παράδοξο όλοι σχεδόν οι διδάσκαλοι να μιλάνε τόσο πολύ για αυτογνωσία σαν να είναι κάτι το εύκολο;
Μήπως κάτι άλλο κρύβεται κάτω από αυτήν την κατά τα άλλα ορθή και εύηχη προτροπή;
Θεωρητικά η αναγνώριση των ελαττωμάτων και η προσπάθεια να εξισορροπηθούν αρχικά και να εξοβελιστούν σε δεύτερο χρόνο, είναι φάσεις που αυτός που ακολουθεί τον δρόμο της τελείωσης, υποτίθεται και γνωρίζει και βιώνει στην καθημερινότητά του. Δεν θα πω τίποτα για προκαταλήψεις, έθιμα ξεπερασμένα και άλλα που ανήκουν στην σφαίρα της αυτοβελτίωσης όχι μόνο των κάπως πιο προχωρημένων αλλά και του κάθε νοήμονος ανθρώπου.
Το να έχει ο άνθρωπος μια βεβαιωμένη και πραγματική προσωπικότητα πλέον είναι ηλίου φαεινότερο. Η πλαστότητα στο σημείο αυτό είναι καταστροφική.
Η πεμπτουσία λοιπόν της αυτογνωσίας, ξεπερνά την γνώση του εαυτού και γίνεται η δυνατότητα της γνώσεως του σκοπού. Και ο σκοπός του κάθε ανθρώπου δεν είναι απλά να επιτύχει την άρρηκτη ένωση μ’ εκείνο που βρίσκεται μέσα του, διεκδικώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αθανασία του. Το επίτευγμα αυτό το χρειάζεται για να μπορέσει να περάσει στο επόμενο βήμα, στην ένωση με την ανώτερη συνειδητότητα από την οποία προήλθε σαν πνευματική μονάδα. Από το σημείο αυτό και μετά όμως είναι που ξετυλίγεται ο σκοπός της ύπαρξης που πρέπει ν’ αναζητηθεί στον σκοπό της ίδιας της δημιουργίας. Έτσι, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ο βαθμός της γνώσεως που κατέχει για την αλήθεια και η φύση των διαισθήσεών του, του αποκαλύπτουν τα όπλα με τα οποία είναι προικισμένος.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η αυτογνωσία επιτυγχάνεται μόνο από λίγους που δεν ανήκουν σε περίεργους κύκλους που καθορίζονται από κανονισμούς και επετηρίδες, αλλά μονάχα από τον βαθμό της προσπάθειας και της ολοκλήρωσης που έχει επιτύχει ο καθένας.
Επισημαίνω ότι ο άνθρωπος οφείλει πέρα από τον αγώνα του για την κατάκτηση της προσωπικότητας, να γνωρίσει με ακρίβεια την αξία του καθορίζοντας επακριβώς τον εαυτό του. Αυτή δε η γνώση συνίσταται στην γνώση του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού του, στην γνώση του βαθμού ή του επιπέδου που αυτό έχει αναπτυχθεί και επίσης στην γνώση της φύσεως των διαισθήσεών του.
Η ιδιαιτερότητα αυτή δεν είναι καθόλου ασήμαντη. Και μόνο η προσπάθεια που γίνεται σήμερα από την ισοπέδωση των πάντων και την μετατροπή τους σε αντίγραφα, και μάλιστα κακής ποιότητας, δείχνει την αξία που έχουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου.
Η μοναδικότητά μας αυτή πρέπει όχι μόνο να εντοπισθεί αλλά και και να μπει σε εφαρμογή. Το να υπάρχει απλά σε αναστολή δεν επιτρέπει την στο έπακρο ανάπτυξή της. Ας μην κάνουμε το λάθος στο σημείο αυτό να λέμε ότι μια κραυγαλέα ιδιότητά μας είναι το χαρακτηριστικό μας γνώρισμα. Είναι τραγικά ανόητο να πιστεύουμε ότι ο Θεός μας έκανε ψηλούς για να αλλάζουμε τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες.
Γνώση της πορείας, γνώση του εαυτού και γνώση του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού μας, είναι προϋποθέσεις απαραίτητες ώστε να μπορέσουμε στην συνέχεια να λειτουργήσουμε θετικά κινούμενοι προς την σωστή κατεύθυνση.
Η γνώση του βαθμού ή του επιπέδου που βρισκόμαστε δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από να ξέρουμε τι ξέρουμε. Διερωτάται ο καλοπροαίρετος διανοητής: Μα καλά, αυτά που ξέρω δεν τα γνωρίζω; Έχουμε μάθει να αποκτούμε γνώσεις μέσα από διαδικασίες περιστασιακής προσέγγισης των θεμάτων. Αυτό δυστυχώς μας κάνει όλους επαΐοντες, γιατί όλα αυτά που ξέρουμε έτσι τα μάθαμε. Λόγω όμως του ότι δεν είμαστε ενήμεροι της κλίμακας που φτάνει ο συγκεκριμένος τομέας, δεν γνωρίζουμε αυτά που αγνοούμε. Με απλά λόγια, δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε τις γνώσεις μας στην κλίμακα γνώσεως του συγκεκριμένου θέματος.
Μιλάμε σαν επαΐοντες στα ιατρικά θέματα με γνώσεις που βρίσκονται κάτω του 1% της γενικής ιατρικής. Στα νομικά θέματα οι γνώσεις ζήτημα εάν φτάνουν το 3%. Μιλάμε για το μεγάλωμα των παιδιών με θεωρητικές γνώσεις στο 20% και πρακτικές μερικές φορές στο 0%. Τι βαθμό γνώσεων έχουμε για περισσότερο υπερβατικά θέματα; Γιατί λοιπόν παίρνουμε θέσεις που στηρίζονται σε δύο λίγο πολύ τυχαίες συμπερασματικές απόψεις και γινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως; Οφείλουμε να γνωρίζουμε αυτά που ξέρουμε και να είμαστε ενήμεροι των τίτλων αυτών που δεν γνωρίζουμε.
Η πρακτική είναι σχετικά απλή. Πρέπει να έχουμε μια σφαιρική ενημέρωση του θέματος την οποία να μην συγχέουμε με την γνώση του αλλά με την γνώση της άγνοιάς μας.
Ακούγονται όλα αυτά σαν λογοπαίγνιο. Πιστέψτε με ότι όχι μόνο δεν είναι λογοπαίγνιο, αλλά σαν θέση είναι απαραίτητη για να προσδιορίσουμε την ευρύτερη πορεία μας στο ανθρώπινο γίγνεσθαι.
Τώρα αυτό για τις διαισθήσεις μας, τι να πω και να μην σας τρομάξω; Εδώ ας μου επιτραπεί να πω μια λαϊκή έκφραση “τα πιάσαμε τα λεφτά μας”, γιατί προσωπικά βλέπω δυο διαστάσεις σ’ αυτό το πρόβλημα. Πρώτον το να καθορίσουμε την έννοια της διαίσθησης και δεύτερον το να προσδιορίσουμε την φύση της. Στο σημείο αυτό είναι ευκαιρία, να ξεκαθαρίσουμε μερικές έννοιες που φαίνεται ότι αρκετά τακτικά μας ταλανίζουν. Τις έννοιες του προαισθήματος, της προγνώσεως, της εμπνεύσεως και της διαισθήσεως.
Το προαίσθημα, που είναι μια ανώτερη μορφή συναισθήματος, είναι μια αίσθηση που μας δίνει τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούμε ένα προσεχές γεγονός, για το οποίο η κρίση μας δεν συμβάλλει καθόλου. Θα έλεγα ότι αυτού του είδους η αντίληψη έχει τις ρίζες της στην δυνατότητα του ανθρώπου να αισθάνεται την γέννεση των γεγονότων από την φάση ακόμα που τα κίνητρα δημιουργούν την απαρχή του.
Η πρόγνωση, που είναι μια ανώτερη μορφή κρίσης, είναι η από πριν γνώση ενός γεγονότος και έχει μια λογική προέλευση. Και το προαίσθημα και η πρόγνωση εκδηλώνονται όταν είμαστε σε εγρήγορση και οφείλονται σε μια ανώτερη δραστηριότητα των αισθήσεών μας. Πάντως και οι δύο αυτές δραστηριότητες του ανθρώπου στηρίζονται σε μια υποκειμενική και μύχια μετάφραση εξωτερικών ερεθισμάτων.
Όσον αφορά την έμπνευση, είναι μια ιδιότητα του ανθρώπου που πηγάζει από το αστρικό επίπεδο. Έχω αναφερθεί σ΄αυτό σε παλιότερες αναρτήσεις μου και δεν σκοπεύω να επανέλθω. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε υποτελείς στην έμπνευση που εισδύει μέσα μας και καταστρατηγεί τη θέλησή μας. Η έμπνευση δηλαδή υποτάσσει τον άνθρωπο και μπορεί να του είναι ωφέλιμη ή βλαβερή.
Όσον αφορά τέλος την διαίσθηση, αυτή είναι ρευστό αποκλειστικά άλλου επιπέδου συνείδησης. Προκαλεί την ένωση με ανώτερες συνειδησιακές οντότητες. Αναγεννά τα όντα στην αγάπη και στην πίστη και αποδίδει στο άτομο όλη του την ελευθερία.
Αυτή τελευταία είναι που πρέπει να μας ενδιαφέρει περισσότερο και είναι αυτή που οφείλουμε να γνωρίζουμε την φύση της σαν μέρος της γνώσεως του εαυτού μας.
Εκ πρώτης θα έλεγα ότι τα πράγματα είναι μάλλον δύσκολα, γιατί αφού η διαίσθηση έχει τόσο υψηλή καταγωγή, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε την φύση της και σε τελευταία ανάλυση τι αξία έχει να γνωρίζουμε την φύση της αφού ούτως ή άλλως αυτή είναι ρευστό αποκλειστικά άλλου συνειδησιακού επιπέδου; Νομίζω ότι αυτό που αρχικά αρκεί είναι το να μπορούμε να καταλαβαίνουμε εάν αυτό που μας συμβαίνει είναι αποτέλεσμα διαισθήσεως ή εμπνεύσεως.
Και για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση ώστε τελικά να λειτουργούμε σαν φορείς του ανωτέρου επιπέδου συνείδησης, που προσωπικά πιστεύω ότι οφείλει να είναι και ο απώτερος στόχος μας. Μόνο έτσι θα κατανοήσουμε τον σκοπό μας, γιατί στην ουσία αυτό και μόνο αυτό είναι ο λόγος της ενσάρκωσης μας.
Και αυτός είναι ο τρόπος.